χλωράν

χλωράν
χλωρά̱ν , χλωρός
greenish-yellow
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • ιπποτροφώ — ἱπποτροφῶ, έω (Α) [ιπποτρόφος] 1. τρέφω, συντηρώ ίππους 2. χρησιμοποιώ ως τροφή ίππων («oἱ δὲ Θρᾷκες τὴν μὲν πόαν χλωρὰν ἱπποτροφοῡσι», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • λεπίζω — (I) λεπίζω (AM) [λέπος] αφαιρώ το δέρμα ή τον φλοιό, ξεφλουδίζω, γδέρνω («ἔλαβε... ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην... καὶ ἐλέπισεν αὐτάς», ΠΔ). (II) λεπίζω (Α) [λεπίς] αφαιρώ τις μεταλλικές λεπίδες με τις οποίες είναι διακοσμημένο ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”